- ξέχωρα
- επίρρ.1) отдельно, порознь, особняком; 2) кроме
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
άτερ — ἄτερ πρόθ. (Α) (με γενική) 1. χώρια, ξέχωρα, χωριστά, μακριά 2. δίχως, χωρίς 3. εκτός, πλην, εξόν. [ΕΤΥΜΟΛ. ἄτερ < *ἁτέρ, με ιωνική αιολική ψίλωση < IE. *sn ter. Ο τονισμός του τ. άτερ οφείλεται είτε σε αιολική βαρυτονία είτε στην… … Dictionary of Greek
μεριά — και μερέα και μερά, η (Μ μερέα και μερεά και μεριά και μερία και μερά) 1. τόπος, θέση, μέρος («κάτσε επιτέλους σε μια μεριά») 2. τοποθεσία, τοπική περιοχή («η ανατολική μεριά τού δάσους») 3. κατεύθυνση 4. πλευρά, όψη, καθεμιά από τις πλευρές ή… … Dictionary of Greek
ξέχωρος — η, ο ξεχωριστός, ιδιαίτερος. επίρρ... ξέχωρα 1. χωριστά, ξεχωριστά 2. εκτός, παρεκτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἐξέ χωρος < αρχ. ἐκχωρίζω] … Dictionary of Greek
παραλλαγή — (Μουσ.). Η τροποποίηση (ρυθμική, αρμονική, μελωδική, αντιστικτική) ενός δεδομένου μουσικού θέματος. Από ιστορική άποψη, η π. ξεκινά από τα πρώτα χρόνια του χριστιανισμού. Το προς π. «θέμα» ήταν το λειτουργικό άσμα, που, πέρα από τις διάφορες… … Dictionary of Greek
παρεκτός — ΝΜΑ επίρρ. εκτός, πλην, αν εξαιρέσουμε, χώρια, ξέχωρα («παρεκτὸς λοιπὸν ὅτι αὐτὸς τὸν ὑπεσχέθη προστασίαν καὶ συνδρομήν», Καλλιγ.) μσν. άνευ, χωρίς («ἔζουν... καὶ παρεκτὸς ἀγάπης», Λίβ.) αρχ. φρ. «χωρὶς τῶν παρεκτός» εκτός τών εξωτερικών… … Dictionary of Greek
έξω — και όξω επίρρ. τοπ. και πρόθ., εκτός (αντίθ. εντός, μέσα). 1. με την πρόθ. από + αιτ. (ή + επίρρ.) σημαίνει, α. όχι μέσα σε κάτι: Συναντήθηκαν έξω από το σπίτι μου. – Έξω από τα όρια. β. εξαίρεση (πλην, εξόν, χώρια, ξέχωρα, εκτός, παρεκτός): Έξω… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)